ανάσπαση

ανάσπαση
η (Α ἀνάσπασις)
η ενέργεια του ανασπώ, τράβηγμα προς τα επάνω, εξαγωγή από τη θήκη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀνασπάσῃ — ἀνασπάσηι , ἀνάσπασις drawing back fem dat sg (epic) ἀνασπά̱σῃ , ἀνασπάω draw aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) ἀνασπά̱σῃ , ἀνασπάω draw aor subj act 3rd sg (doric aeolic) ἀνασπά̱σῃ , ἀνασπάω draw fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀνασπάω draw… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξαγκίστρωμα — το [ξαγκιστρώνω] 1. η απαλλαγή από το άγκιστρο, απαγκίστρωση 2. (σχετικά με άγκυρα) ανάσπαση, ξεγάντζωμα 3. μτφ. το να γλιτώνει, να ξεφεύγει κάποιος από δύσκολη περίσταση …   Dictionary of Greek

  • σπασμός — ο, ΝΜΑ [σπάω / σπῶ] 1. βίαια σύσπαση ενός ή πολλών μυών 2. καθεμία από τις συσπάσεις κατά την κρίση επιληψίας νεοελλ. 1. ιατρ. ακούσια συστολή μεμονωμένων μυών ή ολόκληρων μυικών ομάδων που μπορεί να είναι συνεχής, διακεκομμένη ή εναλλάξ συνεχής… …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • όνευος — το (Α ὄνευος, ὁ) [ονεύω] νεοελλ. ναυτ. είδος χειροκίνητου ή μηχανοκίνητου οριζόντιου βαρούλκου που χρησιμοποιείται στα μικρά εμπορικά πλοία για την ανάσπαση τής άγκυρας, κν. μανιβέλο ή πόμπα αρχ. είδος μηχανής που χρησιμοποιούνταν για την έλξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”